Ακράτεια ούρων - Αίτια & Κλινική Εικόνα

Γράφει ο ιατρός

Πέτρος Χειρίδης, MD,PhD

Μαιευτήρας-Γυναικολόγος-χειρουργός

Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών

Επιστ. Δ/ντης– Νομική Υπηρεσία ομίλου ΙΑΣΩ.



Ακράτεια ούρων

Περίληψη

Η ακράτεια ούρων είναι σύμπτωμα, όχι πάθηση. Η κάθε περίπτωση εξατομικεύεται. Προϋποθέτει καλή εξέταση ώστε να διαπιστωθεί το αίτιο της ακράτειας και οι θεραπευτικές επιλογές οι οποίες είναι πολυάριθμες πρέπει να συζητούνται με την ασθενή. Η αντιμετώπιση εξαρτάται, από τον τύπο της ακράτειας, την ένταση των συμπτωμάτων, τον τρόπο ζωής, τις συνυπάρχουσες παθήσεις και φυσικά τις προτιμήσεις της γυναίκας.

 

Τι είναι η ακράτεια ούρων;

Η ακράτεια σημαίνει την ακούσια αποβολή ούρων και είναι συχνό πρόβλημα. Εκτιμάται ότι σχεδόν οι μισές από τις εμμηνοπαυσιακές γυναίκες πάσχουν από κάποια μορφή ακράτειας, ενώ μόλις το ¼ θα ζητήσει ιατρική βοήθεια για το πρόβλημα αυτό [1-3].

Η βαρύτητα ποικίλει σημαντικά,  από περιστασιακή απώλεια με το βήχα ή το φτέρνισμα, έως επείγουσα ανάγκη ούρησης προτού να προφτάσει η ασθενής στη τουαλέτα. Πολλές γυναίκες είτε διστάζουν να συζητήσουν το πρόβλημα, είτε θεωρούν την απώλεια ούρων μια φυσιολογική εκδήλωση της γήρανσης. Εντούτοις, στις περισσότερες περιπτώσεις η ιατρική βοήθεια μπορεί να αποκαταστήσει το μηχανισμό της ούρησης και να διορθώσει την ακράτεια.

 

Ποια τα συμπτώματα της ακράτειας;

Συχνότερα οι ασθενείς αισθάνονται μία περιστασιακή απώλεια ούρων. Αυτή συμβαίνει με την αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης, δηλαδή με το βήχα, το φτέρνισμα ή την άρση βάρους, σπανιότερα με το γέλιο. Άλλες φορές, η γυναίκα επείγεται να πάει στη τουαλέτα επειγόντως, ή αισθάνεται την απώλεια ούρων καθώς πηγαίνει σε αυτή.  

 

Ποια τα είδη της ακράτειας;

Υπάρχουν διάφορα είδη ακράτειας. Η διάκριση είναι σημαντική διότι η θεραπευτική προσέγγιση είναι διαφορετική σε κάθε τύπο ακράτειας.

  • Ακράτεια προσπάθειας (Stress incontinence). Οπωσδήποτε δεν έχει κάποια σχέση με το ψυχολογικό stress. Η ακράτεια προσπάθειας σημαίνει ότι η απώλεια των ούρων συμβαίνει μαζί με το αυξημένο έργο ή τη προσπάθεια της κοιλιάς. Κατά συνέπεια η πίεση στο εσωτερικό της ουροδόχου κύστης ξεπερνά τις αντοχές του σφιγκτήρα. Αυτό συμβαίνει με το βήχα, τον πταρμό (φτέρνισμα), το γέλωτα (γέλιο), τη σωματική άσκηση ή την άρση βάρους [4].
  • Ακράτεια ούρων από έπειξη = επιτακτική (Urge incontinence). Χαρακτηρίζεται από αιφνίδια και έντονη αίσθηση ούρησης η οποία ακολουθείται από ακούσια απώλεια ούρων, συχνά προτού η γυναίκα φτάσει στη τουαλέτα. Μπορεί να ακολουθείται και από συχνοουρία, η νυχτουρία (ούρηση κατά τη διάρκεια της νύχτας). Μικρά επεισόδια επιτακτικής ακράτειας ενδεχομένως να οφείλονται σε ουρολοίμωξη. Η παρατεταμένη επιτακτική ακράτεια μπορεί να είναι νευρολογικής αιτιολογίας.
  • Ακράτεια από υπερπλήρωση (Overflow incontinence). Η ασθενής μπορεί να νιώθει συχνή ή παροξυσμική την απώλεια ούρων επειδή η ουροδόχος δεν αδειάζει πλήρως, οπότε παραμένει συνεχώς πλήρης.   
  • Λειτουργική ακράτεια ή από αναπηρία. Μία υποκείμενη νόσος ή αναπηρία (νευρολογική, ορθοπεδική), όπως αρθρίτιδα, νόσος Parkinson ή άνοια,  είτε αναστέλλει την αίσθηση επιθυμίας προς ούρηση, είτε δυσχεραίνει την έγκαιρη μετάβαση στη τουαλέτα.
  • Ακράτεια μεικτού τύπου  (Mixed incontinence). Συνδυασμός της επιτακτικής ακράτειας με την ακράτεια προσπάθειας [5]. 

 

Ποια τα αίτια της ακράτειας.

Η ακράτεια ούρων δεν είναι διάγνωση, αλλά σύμπτωμα. Μπορεί να οφείλεται σε υποκείμενη νόσο ή σε φυσική αιτία. Μπορεί να είναι εμμένουσα σε διάρκεια, είτε παρωδική όπως κατά την ουρολοίμωξη. Η διερεύνηση της αιτίας, προϋποθέτει φυσική εξέταση από γυναικολόγο ή ουρολόγο, ενώ πιθανώς να χρειαστούν επιπλέον εξετάσεις για τη διάγνωση του  τύπου της ακράτειας. Διακρίνουμε τη παροδική από την επίμονη ακράτεια:

Α) Προσωρινή (παροδική) ακράτεια: Δεν είναι κατ’ ανάγκη παθολογική. Συνήθως υποχωρεί δίχως θεραπεία σε διάστημα λίγων ημερών και οφείλεται σε πολλά αίτια: 

  • Διατροφή: Κάποιες τροφές και διουρητικά υγρά μπορεί να διεγείρουν τους νεφρούς και να αυξήσουν τη ποσότητα των ούρων στην ουροδόχο κύστη. Σε αυτές περιλαμβάνονται το αλκοόλ, η καφεΐνη, τα ανθρακούχα αναψυκτικά, οι γλυκαντικές ουσίες, οι όξινοι χυμοί, η σοκολάτα, τα καυτερά καθώς και υψηλές ποσότητες της βιταμίνης C [6].
  • Ουρολοίμωξη: ο ερεθισμός του τοιχώματος του κατώτερου ουροποιητικού από μικρόβια προκαλεί δυσουρία (πόνο ή καύσος στην ούρηση) και συχνά ακράτεια ούρων [7].
  • Δυσκοιλιότητα: Το ορθό (κατώτερο τμήμα του παχέος εντέρου) βρίσκεται πλησίον της κύστης και «μοιράζεται» νεύρωση με αυτή. Η δυσκοιλιότητα μπορεί να προκαλέσει την υπερδραστηριότητα σε αυτά τα νεύρα με ακόλουθη ακράτεια ούρων.  

 

Β) Επίμονη (εμμένουσα) ακράτεια: Η ακράτεια η οποία διαρκεί περισσότερο από λίγες μέρες, μπορεί να οφείλεται σε πολυάριθμα αίτια:

  • Κύηση: Οι ορμονικές μεταβολές στο 1ο τρίμηνο και η πίεση της κεφαλής του εμβρύου στη κύστη κατά το 3ο τρίμηνο είναι συνήθεις αιτίες για την εκδήλωση ακράτειας ούρων στη κύηση [8].
  • Κολπικός τοκετός: ακόμα και ο φυσιολογικός κολπικός τοκετός, δίχως απαραίτητα να είναι εργώδης, «εξασθενεί» τους μύες του πυελικού εδάφους, μπορεί να επηρεάσει τη νεύρωση, ή να προκαλέσει και πρόπτωση. Η πρόπτωση των πυελικών οργάνων σημαίνει τη διαταραχή της ανατομίας της περιοχής και συχνά εκδηλώνεται με κάποια από τις μορφές ακράτειας [9].
  • Ηλικία: Οι περισσότεροι ταυτίζουν την ακράτεια με την τρίτη ηλικία. Η γήρανση μειώνει την ελαστικότητα του μυϊκού τοιχώματος της κύστης, με αποτέλεσμα να φιλοξενεί μικρότερη ποσότητα ούρων. Επίσης οι ακούσιες συσπάσεις του τοιχώματος της κύστης γίνονται ολοένα συχνότερες όσο αυξάνει η ηλικία [10]. 
  • Εμμηνόπαυση:  Η απουσία των οιστρογόνων έχει επίπτωση στο μεταβατικό  επιθήλιο της ουροδόχου κύστης και της ουρήθρας και μπορεί να αυξήσει την ακράτεια.
  • Υστερεκτομή: Κατά την αφαίρεση της μήτρας και του τραχήλου (ολική υστερεκτομή) διατέμνονται οι σύνδεσμοι του πυελικού εδάφους και μπορεί μετεγχειρητικά να επηρεάσουν τη στατικότητα των υπολοίπων οργάνων της πυέλου [11]. 
  • Απόφραξη: το κώλυμα στη πορεία των ούρων, από πέτρα, όγκο, εκκόλπωμα ή εξωτερική συμπίεση μπορεί να προκαλέσει ακράτεια.
  • Νευρολογικές διαταραχές: διάφορα νευρολογικά νοσήματα (σκλήρυνση κατά πλάκας, εγκεφαλικό επεισόδιο, τραύμα ή κήλη στη σπονδυλική στήλη, νόσος Parkinson), αλλά και φάρμακα (αντικαταθλιπτικά, αντιεπιληπτικά) μπορεί να παρεμβαίνουν στη φυσιολογική λειτουργία της κύστης [12].
  • Στους άνδρες η υπερπλασία του προστάτη και ο καρκίνος του προστάτη όπως και οι θεραπευτικές προσεγγίσεις που γίνονται αυξάνουν τη πιθανότητα για ακράτεια ούρων.

 

 

Ποιοι οι παράγοντες κινδύνου της ακράτειας;

Στους παράγοντες κινδύνου της ακράτειας περιλαμβάνονται οι ακόλουθοι:

  • Φύλο: Στις γυναίκες η ακράτεια προσπάθειας είναι συχνότερη. Καταστάσεις όπως η κύησης, ο κολπικός τοκετός και η εμμηνόπαυση επιδρούν στη λειτουργία του σφιγκτήρα της ουρήθρας. Αντίθετα στους άνδρες, η υπερτροφία του προστάτη προκαλεί συχνότερα την επιτακτική  και την ακράτεια από υπερπλήρωση [13].
  • Ηλικία: Με την προοδευτική γήρανση, τόσο το τοίχωμα της ουροδόχου κύστης όσο και αυτό της ουρήθρας, εξασθενεί και «χάνει» την ελαστικότητα του. Με τον τρόπο αυτό, ελαττώνεται η χωρητικότητα της κύστης ενώ αυξάνονται οι ακούσιες συστολές στο τοίχωμα της.
  • Σωματικό Βάρος: Η παχυσαρκία αυξάνει τη πίεση του δέχεται η ουροδόχος κύστη και οι μύες της περιοχής, προκαλώντας μια αδιάλειπτα ενισχυμένη  λειτουργία των σφιγκτήρων. Συνεπώς, σε περαιτέρω αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης, όπως με το βήχα ή το φτέρνισμα, οι σφιγκτήρες «αποτυγχάνουν» να ανταποκριθούν με σύγχρονη αύξηση της συστολής τους [13,14].
  • Κάπνισμα: Το κάπνισμα αυξάνει τον κίνδυνο ακράτειας ούρων.
  • Κληρονομικότητα: Η κληρονομική προδιάθεση παρατηρείται στην επιτακτικού τύπου ακράτεια.
  • Άλλα νόσήματα: Η συνύπαρξη νευρολογικών παθήσεων ή σακχαρώδους διαβήτη αυξάνει το κίνδυνο της ακράτειας.

 

 

Ποιες οι επιπλοκές της ακράτειας;

Στις επιπλοκές της χρόνιας ακράτειας περιλαμβάνονται:

  • Δερματικές παθήσεις: αφορούν το δέρμα στην ευαίσθητη περιγεννητική περιοχή. Η συνεχής υγρασία προκαλεί ερεθισμούς, δερματικές λοιμώξεις και εξελκώσεις.
  • Ουρολοιμώξεις: Οι υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις είναι συχνές σε γυναίκες με ακράτεια ούρων.
  • Επίπτωση στην καθημερινότητα: Η ακράτεια ούρων συχνά επηρεάζει την προσωπική και κοινωνική ζωή, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις έχει επίδραση στις προσωπικές σχέσεις και τη σεξουαλική ικανοποίηση [15,16].  
  • Επίπτωση στη ψυχολογία. Μολονότι η ακράτεια δε σχετίζεται με αυξημένη θνησιμότητα, συνδέεται με κατάθλιψη, μείωση της απόδοσης στην εργασία, και κοινωνική απομόνωση [17-19].

 

Χρήσιμα links:

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Minassian VA, Yan X, Lichtenfeld MJ, et al. The iceberg of health care utilization in women with urinary incontinence. Int Urogynecol J 2012; 23:1087.
  2. Harris SS, Link CL, Tennstedt SL, et al. Care seeking and treatment for urinary incontinence in a diverse population. J Urol 2007; 177:680.
  3. Morrill M, Lukacz ES, Lawrence JM, et al. Seeking healthcare for pelvic floor disorders: a population-based study. Am J Obstet Gynecol 2007; 197:86.e1.
  4. Rogers RG. Clinical practice. Urinary stress incontinence in women. N Engl J Med 2008; 358:1029.
  5. Brown JS, Bradley CS, Subak LL, et al. The sensitivity and specificity of a simple test to distinguish between urge and stress urinary incontinence. Ann Intern Med 2006; 144:715.
  6. Dallosso HM, McGrother CW, Matthews RJ, et al. The association of diet and other lifestyle factors with overactive bladder and stress incontinence: a longitudinal study in women. BJU Int 2003; 92:69.
  7. Moore EE, Jackson SL, Boyko EJ, et al. Urinary incontinence and urinary tract infection: temporal relationships in postmenopausal women. Obstet Gynecol 2008; 111:317.
  8. Hannestad YS, Lie RT, Rortveit G, Hunskaar S. Familial risk of urinary incontinence in women: population based cross sectional study. BMJ 2004; 329:889.
  9. Lukacz ES, Lawrence JM, Contreras R, et al. Parity, mode of delivery, and pelvic floor disorders. Obstet Gynecol 2006; 107:1253.
  10. Rortveit G, Hannestad YS, Daltveit AK, Hunskaar S. Age- and type-dependent effects of parity on urinary incontinence: the Norwegian EPINCONT study. Obstet Gynecol 2001; 98:1004.
  11. Offermans MP, Du Moulin MF, Hamers JP, et al. Prevalence of urinary incontinence and associated risk factors in nursing home residents: a systematic review. Neurourol Urodyn 2009; 28:288.
  12. Drennan VM, Rait G, Cole L, et al. The prevalence of incontinence in people with cognitive impairment or dementia living at home: a systematic review. Neurourol Urodyn 2013; 32:314.
  13. MacLennan AH, Taylor AW, Wilson DH, Wilson D. The prevalence of pelvic floor disorders and their relationship to gender, age, parity and mode of delivery. BJOG 2000; 107:1460.
  14. Lawrence JM, Lukacz ES, Liu IL, et al. Pelvic floor disorders, diabetes, and obesity in women: findings from the Kaiser Permanente Continence Associated Risk Epidemiology Study. Diabetes Care 2007; 30:2536.
  15. Ratner ES, Erekson EA, Minkin MJ, Foran-Tuller KA. Sexual satisfaction in the elderly female population: A special focus on women with gynecologic pathology. Maturitas 2011; 70:210.
  16. Barber MD, Visco AG, Wyman JF, et al. Sexual function in women with urinary incontinence and pelvic organ prolapse. Obstet Gynecol 2002; 99:281.
  17. Coyne KS, Sexton CC, Irwin DE, et al. The impact of overactive bladder, incontinence and other lower urinary tract symptoms on quality of life, work productivity, sexuality and emotional well-being in men and women: results from the EPIC study. BJU Int 2008; 101:1388.
  18. Yip SK, Cardozo L. Psychological morbidity and female urinary incontinence. Best Pract Res Clin Obstet Gynaecol 2007; 21:321.
  19. Coyne KS, Wein AJ, Tubaro A, et al. The burden of lower urinary tract symptoms: evaluating the effect of LUTS on health-related quality of life, anxiety and depression: EpiLUTS. BJU Int 2009; 103 Suppl 3:4.

 

 

Για περισσότερες πληροφορίες, ή για να μας υποβάλλετε τα ερωτήματα σας  γράψτε στο e-mail:  infobgyn@gmail.com